-
1 хорошенький
επ.1. καλούτσικος, χαριτωμένος•-ое личико χαριτωμένο προσωπάκι.
|| ομορφούτσικος•-домик ομορφούτσικο σπιτάκι.
2. βλ. хороший (1 σημ.).3. ειρν. με σημασία: κακός, άσχημος.εκφρ.- ого понемножко – καλά φτάνει, αρκετά, σταμάτα.